Η ανάλυση της θρησκείας ως συμβολή σε μια κοινωνιολογία της ιδεολογίας
Η έννοια της ιδεολογίας στο έργο των Μαρξ -Ένγκελς είναι
πολύπλοκη και πολύσημη. Πράγματι, ανάλογα με τη σκοπιά
που θέλουμε να αναδείξουμε, πολιτική, φιλοσοφική ή ιστο-
ρική, τα ιδεολογικά φαινόμενα εμφανίζονται διαφορετικά.
Αν τα δούμε από πολιτική σκοπιά, θεωρούνται συστήματα
αναπαραστάσεων στην υπηρεσία της πολιτικής εξουσίας.
Υπό την οπτική αυτή, η ιδεολογία προσδιορίζεται ουσιωδώς
ως λειτουργία νομιμοποίησης της εξουσίας κι έτσι εμφανί-
ζεται ως σύνολο αναπαραστάσεων που συνδέεται με την κυ-
ριαρχία. Αντιθέτως, αν τα δούμε από φιλοσοφική σκοπιά,
θεωρώντας την ιδεολογία σύστημα αναπαραστάσεων που
ερμηνεύει με τρόπο παραμορφωτικό και πλάγιο την πραγ-
ματικότητα, υπερτερεί η λειτουργία της παρερμηνείας, το
γεγονός ότι η ιδεολογία αποτελεί ψευδή αναπαράσταση της
κοινωνικής πραγματικότητας. Αν, τέλος, τα δούμε από μια
ιστορική άποψη, τότε η ιδεολογία εμφανίζεται ως σύστημα
αναπαραστάσεων που υποκινεί τη δράση. Στην περίπτωση
αυτή η ιδεολογία προσδιορίζεται από την πρακτική της λει-
τουργία να δραστηριοποιεί τις ενέργειες. Εξάλλου ο ίδιος ο
μαρξισμός, ως επίσημη φιλοσοφία του κομμουνιστικού κι-
νήματος, δείχνει θαυμάσια αυτή την τριπλή λειτουργία της
ιδεολογίας: υπήρξε κυρίαρχη ιδεολογία όταν έγινε επίσημη
αντίληψη κάποιων κρατών, υπήρξε ιδεολογία παρερμηνείας
που οδήγησε τόσο στην κυριαρχία όσο και στη διαμαρτυρία,
υπήρξε τέλος εκπληκτικός ιδεολογικός μοχλός για την κινη-
τοποίηση των μαζών στο όνομα ενός καλύτερου μέλλοντος.
Στο έργο του Μαρξ η έννοια της ιδεολογίας προέρχεται
από την πολιτική αντιπαράθεση με τον Χέγκελ: προσάπτει
στην εγελιανή αντίληψη της πολιτικής την ιδεολογική κάλυ-
ψη του γερμανικού status quo. Ο Μαρξ, δίνοντας θεωρητική
υπόσταση στην έννοια του χριστιανικού κράτους, είδε στην
πολιτική φιλοσοφία του Χέγκελ ένα σύνολο αναπαραστά-
σεων που είχε στόχο να δικαιολογήσει ένα σύστημα κυριαρ-
χίας και να δώσει αξία σε μια συγκεκριμένη εικόνα της πο-
λιτικής. Συνεπώς ο Μαρξ ασκεί κριτική σε μια συγκεκριμέ-
νη αντίληψη: στη φιλοσοφία του Χέγκελ ως απολογία του
σύγχρονου γραφειοκρατικού κράτους, του κράτους που
εκλογίκευσε και νομιμοποίησε ο χριστιανισμός. Χρεώνει
στον Χέγκελ ότι μετέτρεψε το είναι σε οφείλειν-να-είναι,
ότι γενίκευσε με άνομο τρόπο ιστορικές έννοιες, ότι νομιμο-
ποίησε μια αντίληψη αιωνιότητας σε εμπειρική κατάσταση.
Ο Μαρξ επιτίθεται έντονα στην έννοια του χριστιανικού
κράτους, έτσι όπως το αντιλαμβάνεται στην Πρωσία της
εποχής του. «Στο γερμανοχριστιανικό κράτος η εξουσία της
θρησκείας είναι η θρησκεία της εξουσίας», γράφει στο έργο
του Το εβραϊκό ζήτημα (1844)13. Το θρησκευτικό κράτος εί-
ναι ένα κράτος ατελές που εκδηλώνει «πολιτική διάθεση
απέναντι στην εκκλησία και θρησκευτική διάθεση απέναντι
στην πολιτική» (QJ, 85), όπως αναφέρει πολύ σωστά. Παρό-
τι για τον Μαρξ «η χειραφέτηση του κράτους από την εκκλη-
σία δεν σημαίνει χειραφέτηση του πραγματικού ανθρώπου
από τη θρησκεία» (QJ, 95) -και για τον ίδιο, αυτός είναι ο
μόνος τρόπος να χειραφετηθεί πολιτικά ο εβραίος, ο χρι-
στιανός, ο οποιοσδήποτε πιστός- εξακολουθεί να υποστηρί-
ζει τη «χειραφέτηση του κράτους από τον ιουδαϊσμό, το χρι-
στιανισμό, τη θρησκεία γενικά» (QJ, 67), δηλαδή την εκκο-
σμίκευση: «ο άνθρωπος χειραφετείται πολιτικά από τη θρη-
σκεία αποβάλλοντάς την από το δημόσιο χώρο στον ιδιωτι-
κό» (QJ, 79)14. Αυτή η εκκοσμίκευση όμως που είναι γι' αυ-
τόν χαρακτηριστικό του δημοκρατικού κράτους δεν του αρ-
κεί, διότι η θρησκεία εξακολουθεί να υφίσταται ως ατομικό
φαινόμενο, το οποίο -κατά τη γνώμη του- «διαχωρίζει τον
άνθρωπο από τον άνθρωπο», την ατομική ζωή από τη συλλο-
γική ζωή. Στην πραγματικότητα, ο Μαρξ αναπτύσσει κριτι-
κή προς το ίδιο το κράτος το οποίο, επειδή δημιουργεί ρήγ-
μα στην κοινωνία των πολιτών και διαχωρίζει τον πολίτη
από το άτομο, διατηρεί μια στάση «εξίσου πνευματική με
εκείνη του ουρανού σε σχέση με τη γη» (QJ, 75). Με άλλα
λόγια, ο Μαρξ βλέπει στο κράτος μια εκκοσμικευμένη επα-
νάληψη της θρησκευτικότητας: «Η θρησκεία είναι ακριβώς
η αναγνώριση του ανθρώπου διά της πλαγίας οδού. Με τη
βοήθεια ενός μεσάζοντα. Το κράτος είναι ο μεσάζων ανά-
μεσα στον άνθρωπο και την ελευθερία του. Όπως ο Χριστός
είναι ο μεσάζων στον οποίο ο άνθρωπος φορτώνει το βάρος
της θεϊκής του φύσης, το βάρος όλων των ορίων που η θρη-
σκεία τού επιβάλλει, έτσι και το κράτος είναι ο μεσάζων
στον οποίο μεταφέρει το σύνολο της μη θεϊκής του φύσης, το
σύνολο της ελευθερίας του ως ανθρώπου σε σχέση με τις προ-
καταλήψεις» (QJ, 70-71). Από αυτό αντιλαμβάνεται κανείς
ότι, παραδόξως, ο Μαρξ εκφράζει βαθιά εκτίμηση για το
χριστιανισμό, καθιστώντας τον ουσιώδες στοιχείο της δημο-
κρατίας: «Η πολιτική δημοκρατία είναι χριστιανική, με την
- ννοια ότι ο άνθρωπος -όχι μόνον ένας άνθρωπος, αλλά κά-
θε άνθρωπος- θεωρείται κυρίαρχο, ανώτατο ονν πρόκειται
όμως για τον άνθρωπο που εμφανίζεται απαίδευτος, μη κοι-
νωνικός (...), αλλοτριωμένος (...), με μια λέξη πρόκειται για
τον άνθρωπο που δεν είναι ακόμη εν γένει αληθινό ον» (QJ,
93). Η μαρξιστική αυτή κριτική της «αστικής δημοκρατίας»
έχει ιδιαίτερο βάρος διότι χρησιμοποιείται για να αποδείξει
τον κρατικό καταναγκασμό στο όνομα της χειραφέτησης
του ανθρώπου. Από μια άλλη πλευρά, οι παρατηρήσεις του
Μαρξ έχουν το πλεονέκτημα, πέρα από την εκκοσμίκευση
του κράτους, να θέτουν το κεντρικό πρόβλημα των σχέσεων
ανάμεσα στην πολιτική και τη θρησκεία, σχέσεων που είναι
μάλλον βαθύτερες απ' ό,τι συνήθως αντιλαμβανόμαστε (ιδι-
αίτερα με τις αντιπαραθέσεις για την έννοια του «θεολογι-
κο-πολιτικού», για την «κοσμική θρησκεία» και για την οι-
κουμενική αντίληψη της πολιτικής που αντιπροσωπεύει η
ιδέα του πολίτη).
Στη Γερμανική Ιδεολογία (1845-1846) οι Μαρξ και
Ένγκελς βλέπουν την ιδεολογία ως ανεστραμμένη αναπα-
ράσταση του πραγματικού. Οι δύο συγγραφείς οδηγούνται
στην κριτική του κόσμου των αναπαραστάσεων από την
αντίληψη που έχουν για τον τρόπο παραγωγής: στη σφαίρα
των ιδεών και της συνείδησης η πραγματική βάση της κοινω-
νικής ζωής συσκοτίζεται, μεταμφιέζεται. Η ανάλυση του
εποικοδομήματος σημαίνει ότι το πέπλο με το οποίο οι ανα-
παραστάσεις καλύπτουν το πραγματικό θα αποσυρθεί και
πίσω από την ανεπαρκή γλώσσα τους θα αναδυθεί η διαύ-
γεια της πραγματικότητας που συσκοτίζουν:
«Η παραγωγή των ιδεών, των αναπαραστάσεων και της συνεί-
δησης είναι εξαρχής άμεσα και βαθύτατα συνδεδεμένη με την
υλική δραστηριότητα και τις υλικές συναλλαγές των ανθρώ-
πων, είναι η γλώσσα της πραγματικής ζωής. Οι αναπαραστά-
σεις, η σκέψη, η διανοητική συναλλαγή των ανθρώπων εμφα-
νίζονται και στην περίπτωση αυτή ως άμεση απόρροια της υλι-
κής τους συμπεριφοράς. Το ίδιο συμβαίνει με την πνευματική
παραγωγή ενός λαού, όπως αυτή εμφανίζεται στη γλώσσα της
πολιτικής, των νόμων, της ηθικής, της θρησκείας, της μεταφυ-
σικής κ.λπ. Οι άνθρωποι είναι αυτοί που παράγουν τις αναπα-
ραστάσεις τους, τις ιδέες τους κ.λπ., οι αληθινοί άνθρωποι
όμως, που δραστηριοποιούνται και κατευθύνονται από τις δι-
κές τους παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις οι οποίες προ-
κύπτουν από αυτές, συμπεριλαμβανομένων των πλέον ευρύτε-
ρων διαστάσεων που οι τελευταίες μπορεί να λάβουν. Η συνεί-
δηση δεν μπορεί ποτέ να είναι κάτι άλλο από το συνειδητό Εί-
ναι (das Bewusste Sein), και το Είναι των ανθρώπων συνιστά η
πορεία της πραγματικής ζωής. Κι αν στην ιδεολογία οι άνθρω-
ποι και οι σχέσεις τους φαίνονται να στέκονται με το κεφάλι
προς τα κάτω όπως σε φωτογραφικό θάλαμο, το φαινόμενο
αυτό οφείλεται στην πορεία της ιστορικής τους ζωής, όπως
ακριβώς η αναστροφή των αντικειμένων στον αμφιβληστροει-
δή οφείλεται στην πορεία της φυσικής τους ζωής.
«Σε αντίθεση με τη γερμανική φιλοσοφία που κατεβαίνει
από τον ουρανό στη γη, εδώ ανεβαίνουμε από τη γη στον ουρα-
νό. Με άλλα λόγια, δεν εκκινούμε από αυτό που οι άνθρωποι
λένε, φαντάζονται, αναπαριστούν, ούτε από αυτό που είναι
στα λόγια, τη σκέψη, τη φαντασία και την πρόσληψη του άλλου
για να καταλήξουμε κατόπιν στους ανθρώπους με σάρκα και
οστά. Όχι, εμείς ξεκινούμε από τους ανθρώπους με την πραγ-
ματική τους δραστηριότητα, για να αντιληφθούμε τις αντανα-
κλάσεις και την ιδεολογική απήχηση αυτής της ζωτικής διαδι-
κασίας μέσα από την πραγματική πορεία της ζωής τους (...).
Για το λόγο αυτό, η ηθική, η θρησκεία, η μεταφυσική και ό,τι
άλλο αποτελεί την ιδεολογία, όπως και οι μορφές συνείδησης
που αντιστοιχούν σΓ αυτήν, δείχνουν αμέσως την αδυναμία τους
να εξελιχθούν. Δεν έχουν ιστορία, δεν έχουν εξέλιξη. Αντιθέ-
τως, οι άνθρωποι είναι αυτοί που, αναπτύσσοντας την υλική
τους παραγωγή και τις υλικές τους σχέσεις, αλλάζουν με τη δι-
κή τους πραγματικότητα τόσο τη σκέψη τους όσο και τα προϊό-
ντα της σκέψης τους. Δεν είναι η συνείδηση που καθορίζει τη
ζωή αλλά η ζωή που καθορίζει τη συνείδηση» (SR, σ. 73-75).
Η αντιδραστική φύση αυτού του κείμενου εναντίον της
ιδεαλιστικής παράδοσης της γερμανικής φιλοσοφίας οδηγεί
τους Μαρξ και Ένγκελς σε μια ριζοσπαστική κριτική του
κόσμου των ιδεών, αφού αρνούνται κάθε μορφή αυτονομίας
του. Επισημαίνουμε ιδιαίτερα ότι αρνούνται μια ξεχωριστή
ιστορία των θρησκειών, ωσάν η εξέλιξη και οι μετασχηματι-
σμοί τους να καθορίζονται μόνο από τις τεχνικοοικονομικές
αλλαγές. Σε αυτήν τη ριζοσπαστική εκδοχή της κριτικής του
κόσμου των ιδεών θα στηριχθεί η θεωρία της αντανάκλα-
σης, η οποία αντιλαμβάνεται τις αναπαραστάσεις και τις
αντιλήψεις του ανθρώπου και του κόσμου ως απλές αντανα-
κλάσεις της κοινωνικοοικονομικής βάσης.
Σε ιστορικά κείμενα όμως οι Μαρξ και Ένγκελς εκφρά-
ζουν μια πιο διαλεκτική προσέγγιση των ιδεολογικών φαι-
νομένων και ιδιαίτερα της θρησκείας. Έτσι, το 1852, στη με-
λέτη του για τη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη
(το πραξικόπημα της 2ας Δεκεμβρίου με το οποίο ο Λουδο-
βίκος Βοναπάρτης άδραξε την εξουσία), ο Μαρξ αναρωτιέ-
ται «πώς ένα έθνος 36 εκατομμυρίων ατόμων» πιάστηκε
στον ύπνο «από τρεις χυδαίους λωποδύτες» και οδηγήθηκε
χωρίς αντίσταση στην αιχμαλωσία15. Ο Μαρξ αναγνωρίζει
πλήρως την επιρροή ενός ιδεαλιστικού παράγοντα, όπως η
παράδοση, στους πολιτικούς αγώνες, οι οποίοι στην πραγ-
ματικότητα δεν είναι γιΓ αυτόν τίποτε άλλο από ταξική πάλη.
«Η παράδοση όλων των νεκρών βαραίνει τον εγκέφαλο των
ζωντανών», αναφέρει ο Μαρξ στην αρχή της 18ης Μπρυ-
μαίρ. Είναι μεγάλη δύναμη επιβράδυνσης, η vis inaertie της
ιστορίας, λέει ο Ένγκελς. Σε αυτήν οφείλεται κατά ένα μέ-
ρος η καθυστέρηση της ανάπτυξης των ιδεών σε σχέση με τις
μεταρρυθμίσεις της οικονομικής βάσης, λειτουργεί επίσης
σε μεγάλο βαθμό ως τροχοπέδη για την ίδια την οικονομική
ανάπτυξη. Την ίδια ιδέα αναπτύσσει ο Ένγκελς, μερικά χρό-
νια αργότερα, σε ένα γράμμα του προς τον Joseph Bloch:
«Οι ίδιοι δημιουργούμε την ιστορία μας, με προϋποθέσεις
όμως και συνθήκες συγκεκριμένες εξαρχής. Μεταξύ αυτών
οι οικονομικές συνθήκες εμφανίζονται ως καθοριστικές. Οι
πολιτικές συνθήκες κ.λπ., όμως, ακόμη και η παράδοση που
στοιχειώνει τον εγκέφαλο των ανθρώπων, παίζουν επίσης
ρόλο, αν και όχι τόσο καθοριστικό» (Γράμμα στον Ιωσήφ
Μπλοχ, 1890, SR, 269). Έτσι προκύπτει μια περισσότερο
διαλεκτική αντίληψη των σχέσεων μεταξύ ιδεολογίας και
υποδομής, όπως μαρτυρούν οι επεξηγήσεις που δίνει ο
Ένγκελς στο ίδιο γράμμα:
«Σύμφωνα με την υλιστική θεώρηση της ιστορίας, ο καθοριστικός
παράγοντας είναι σε τελική ανάλυση η παραγωγή και η αναπαρα-
γωγή της πραγματικής ζωής. Ούτε ο Μαρξ ούτε εγώ υποστηρίξα-
με ποτέ κάτι περισσότερο. Αν, στη συνέχεια, κάποιος διαστρε-
βλώσει αυτή την πρόταση ώστε να σημαίνει ότι ο οικονομικός πα-
ράγοντας είναι ο μόνος αποφασιστικός, τότε τη μετατρέπει σε
φράση άδεια, αφηρημένη, παράλογη. Η οικονομική κατάσταση
είναι η βάση, αλλά τα διάφορα στοιχεία του εποικοδομήματος -οι
πολιτικές μορφές της ταξικής πάλης και τα αποτελέσματά της, οι
θεσμοί που δημιουργεί η τάξη που κερδίζει, κ.λπ., οι νομικές μορ-
φές αλλά και οι αντανακλάσεις όλων αυτών των αγώνων στο μυα-
λό των συμμετεχόντων, πολιτικές θεωρίες, νομικές, φιλοσοφικές,
θρησκευτικές αντιλήψεις και η μετέπειτα εξέλιξη τους σε δογμα-
τικά συστήματα- επίσης επενεργούν στην πορεία των ιστορικών
αγώνων. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις καθορίζουν με τρόπο
κυρίαρχο τη μορφή. Υπάρχει δράση και αντίδραση όλων αυτών
των παραγόντων, εν μέσω των οποίων η οικονομική δράση κατα-
φέρνει να ανοίξει δρόμο ως αναγκαιότητα μέσα από το ατελείωτο
πλήθος των ευκαιριών (...)»(SR, 268-269).
Η ανάλυση της θρησκείας σε μια μακροκοινωνιολογική προσέγγιση
Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της μαρξιστικής άποψης
είναι η προτεραιότητα που δίνει στο μακροκοινωνιολογικό
πλαίσιο της ανάλυσης. Κάθε ιδιαίτερο κοινωνικό φαινόμε-
νο, όπως η θρησκεία, τοποθετείται στο συνολικό πλαίσιο
μιας ανάλυσης που εκχωρεί την προτεραιότητα στον οικο-
νομικό παράγοντα και τη θέση των ατόμων στις σχέσεις πα-
ραγωγής. Σύμφωνα με το σχήμα αυτό, η κοινωνία αποτελεί-
ται από μια βάση, δηλαδή την υποδομή που περιλαμβάνει
την υλική παραγωγή, και από τα θεσμικά και ιδεολογικά
εποικοδομήματα, τα οποία απολαμβάνουν ελάχιστη αυτο-
νομία σε σχέση με την οικονομική υποδομή. Η τελευταία συ-
νιστά καθοριστικό παράγοντα αφού τα άλλα επίπεδα, δηλα-
δή οι θεσμοί (πολιτικοί, νομικοί, εκπαιδευτικοί, θρησκευτι-
κοί...) και οι ιδεολογίες (θεωρίες, αντιλήψεις, αναπαραστά-
σεις) εξαρτώνται από αυτή τη βάση. Η αντίληψη αυτή βλέ-
πει την κοινωνία ως οικοδόμημα που αποτελείται από διά-
φορα επίπεδα και στηρίζεται σε θεμέλια που απαρτίζει η οι-
κονομική βάση. Ό,τι στηρίζεται σε αυτά τα θεμέλια, δηλαδή
τα θεσμικά και ιδεολογικά εποικοδομήματα (ο γερμανικός
όρος Überbau που χρησιμοποιείται εδώ είναι ιδιαίτερα χα-
ρακτηριστικός, αφού εκφράζει ακριβώς την ιδέα τού να έχει
κατασκευασθεί κάτι επάνω σε κάτι άλλο) επενεργούν με τη
σειρά τους στην υποδομή -όπως το βεβαιώνει ο Ένγκελς
στο προαναφερόμενο κείμενο- σε τελική ανάλυση όμως οι
παραγωγικές δυνάμεις και οι σχέσεις παραγωγής είναι οι
καθοριστικές. Εφεξής, σε αυτό το σχήμα τα πολιτικά συστή-
ματα και οι συμβολικοί κόσμοι αποτελούν μάλλον καθορι-
ζόμενες παρά καθοριστικές αρχές. Αν, σε άλλες εποχές, η
θρησκεία ή η πολιτική μπόρεσαν να παίξουν καθοριστικό
ρόλο, αυτό εξηγείται από τις οικονομικές συνθήκες. Έτσι ο
Μαρξ, στο Κεφάλαιο, υποστηρίζει για το Μεσαίωνα και την
Αρχαιότητα: «Αντιθέτως οι οικονομικές συνθήκες της επο-
χής εξηγούν γιατί στη μία περίπτωση ο καθολικισμός και
στην άλλη η πολιτική έπαιζαν τον κυρίαρχο ρόλο» (Οeuvres,
τόμ. Ι, 617). Κι όπως θεωρούμε ότι έχουμε ήδη δείξει16, δημι-
ουργώντας έναν γενικό νόμο κοινωνικής δόμησης, αυτό το
σχήμα ανάλυσης συσκοτίζει την ιστορική διαδικασία που
κατέστησε την οικονομία στις δυτικές κοινωνίες τόσο καθο-
ριστική αρχή της κοινωνικής ζωής. Αντί να προβάλλει κα-
νείς στο παρελθόν και σε άλλους πολιτισμούς την οικονομία
ως τελικό καθοριστικό στοιχείο, πρέπει να μελετήσει τη
σχέση με το οικονομικό στοιχείο καθαυτό, όπως εμφανίζε-
ται σε κάθε κοινωνία και σε κάθε εποχή. Κάτι τέτοιο δεν ση-
μαίνει ότι παραγνωρίζουμε το γεγονός πως πάντα υπάρ-
χουν, σε κάθε κοινωνική δραστηριότητα, καθοριστικά οικο-
νομικά στοιχεία. Επίσης όταν προσεγγίζει κανείς τα πολιτι-
στικά φαινόμενα ως ιδεολογικά εποικοδομήματα αποκρύ-
πτει το ιστορικό γεγονός τού υπερδομικού γίγνεσθαι ορι-
σμένων πολιτιστικών αναφορών17. Με άλλα λόγια, πρέπει
να αναλύσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο, σε μια δεδομένη
κοινωνία μιας δεδομένης εποχής, αρθρώνονται τα οικονομι-
κά, δημογραφικά, πολιτικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά δεδο-
μένα... Όπως πολύ σωστά γράφει ο Michel de Certeau, «σε
μια κοινωνία τα συλλογικά σύμβολα και οι «ιδέες» δεν απο-
τελούν τόσο την αιτία όσο την αντανάκλαση των αλλαγών»,
οι μεταβολές «αφορούν ταυτόχρονα τις δομές και τα «πι-
στεύω» μιας κοινωνίας»18. «Η ίδια κίνηση είναι που οργα-
νώνει την κοινωνία και τις ιδέες που κυκλοφορούν μέσα της.
Κατανέμεται σε τομείς δραστηριότητας (οικονομικής, κοι-
νωνικής, επιστημονικής, κ.λπ.) που παρουσιάζουν μεταξύ
τους επικαλυπτόμενες αλλά διαφοροποιημένες λειτουργίες,
από τις οποίες καμία δεν αποτελεί την πραγματικότητα ή
την αιτία των άλλων. Έτσι τα κοινωνικοοικονομικά συστή-
ματα και τα συμβολικά συστήματα συνδυάζονται χωρίς να
ταυτίζονται ή να διαβαθμίζονται μεταξύ τους»19.
Παραμένοντας στο πλαίσιο ανάλυσης του σχήματος υπο-
δομή/εποικοδόμημα οι Μαρξ και Ένγκελς αποκαλύπτουν
κάποιες ομοιότητες ανάμεσα στον καπιταλισμό και το χρι-
στιανισμό, ιδιαίτερα με την προτεσταντική του μορφή. Η
καπιταλιστική κοινωνία «βρίσκει στο χριστιανισμό, ο οποί-
ος καλλιεργεί την αφηρημένη αντίληψη του ανθρώπου, και
κυρίως στις τυποποιήσεις του αστισμού, προτεσταντισμού,
ντεϊσμού, κ.λπ. το πλέον αρμόζον θρησκευτικό συμπλήρω-
μα» (ό.π. 613-614). Ας σημειωθεί ότι ο Μαρξ, πολύ νωρίτε-
ρα από τον Βέμπερ, συσχετίζει τον καπιταλισμό με τον προ-
τεσταντισμό, τον οποίο θεωρεί «αστική θρησκεία» (ό.π.
1117), αλλά δεν αναπτύσσει συστηματικά την ουσία αυτής
της προσέγγισης. ΚατΓ αυτόν «η καπιταλιστική περίοδος ξε-
κινάει το 16ο αιώνα» (ό.π. 1170). Η προτεσταντική Μεταρ-
ρύθμιση και η καταλήστευση της εκκλησιαστικής περιου-
σίας που αυτή επέφερε έδωσαν κατΓ αυτόν τον τρόπο στην
Αγγλία μια νέα ώθηση «στη βίαιη απαλλοτρίωση του λαού
το 16ο αιώνα» (σ. 1176), αφού ο προτεσταντισμός έπαιξε,
«μετατρέποντας σχεδόν όλες τις αργίες σε εργάσιμες μέρες,
σημαντικό ρόλο στη γένεση του κεφαλαίου» (Το Κεφάλαιο,
σ. 1170). Όσο για τον Ένγκελς, περιγράφοντας τα διάφορα
στάδια του αγώνα της αστικής τάξης ενάντια στη φεουδαρ-
χία και σημειώνοντας εν συνεχεία ότι ο λουθηρανισμός
υπήρξε «ακριβώς η θρησκεία που είχε ανάγκη η απόλυτη
μοναρχία», βλέπει άμεση σύνδεση του καλβινισμού με τον
καπιταλισμό: «το καλβινιστικό δόγμα ανταποκρινόταν στις
ανάγκες των πιο προχωρημένων τμημάτων της αστικής τά-
ξης. Το δόγμα του απόλυτου προορισμού υπήρξε η θρη-
σκευτική έκφραση του γεγονότος ότι στον ανταγωνιστικό
εμπορικό κόσμο η επιτυχία και η αποτυχία δεν εξαρτώνται
ούτε από τη δραστηριότητα ούτε από την ικανότητα του αν-
θρώπου, αλλά από συνθήκες ανεξάρτητες του ελέγχου του»20.
Ωστόσο είναι διαφορετικό το να διαβλέπει κανείς συγ-
γένεια ανάμεσα στη θρησκευτική έκφραση και τα πολιτικά
και οικονομικά συμφέροντα από το να υποβιβάζει τη θρη-
σκεία σε ένα προσωπείο που, με τρόπο κρυφό, εκφράζει αυ-
τά τα συμφέροντα. Ένας μαρξιστής φιλόσοφος όπως ο
Εrnst Bloch (1885-1977), ο οποίος, μεταξύ άλλων, μελέτησε
τη φυσιογνωμία του Thomas Münzer -από τους εκπροσώ-
πους της ριζοσπαστικής μεταρρύθμισης του 16ου αιώνα- ως
«θεολόγο της επανάστασης»21, αναπτύσσει μια πολύ πιο λε-
πτή προσέγγιση επιμένοντας στη σημασία των «πνευματι-
κών δομών» την οποία θεωρεί οικουμενική: «Μπορεί οι οι-
κονομικές επιθυμίες να είναι σίγουρα οι πλέον πραγματικές
και οι πλέον σταθερές, δεν είναι όμως ούτε οι μόνες ούτε,
μακροπρόθεσμα, οι πιο ισχυρές. Ούτε είναι αυτές που κινη-
τοποιούν με ιδιαίτερο τρόπο την ανθρώπινη ψυχή, κυρίως
σε περιόδους που κυριαρχεί η θρησκευτική συγκίνηση»,
γράφει ο Μπλοχ. Συνεχίζει δε σημειώνοντας ότι: «σε αντί-
θεση με τα οικονομικά γεγονότα ή παράλληλα με αυτά, βλέ-
πουμε πάντα να δραστηριοποιούνται εκούσια ελεύθερες
βουλήσεις αλλά και πνευματικές δομές απόλυτα οικουμενι-
κής σημασίας, την ύπαρξη των οποίων, τουλάχιστον κοινω-
νιολογικά, δεν μπορούμε να αρνηθούμε»22.
Η ανάλυση της θρησκείας στο πλαίσιο
μιας προβληματικής των κοινωνικών τάξεων
Ο Μαρξ θεωρεί ότι ο χώρος που δομείται η οικονομική δρα-
στηριότητα είναι η μήτρα των κοινωνικών σχέσεων. Διαπι-
στώνει έναν ουσιώδη ανταγωνισμό ανάμεσα σε δύο τάξεις
οι οποίες καθορίζονται από τη θέση που κατέχουν στις σχέ-
σεις παραγωγής, την αστική που χαρακτηρίζεται από την
ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και το προλεταριάτο που
χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι έχει μόνο τη δύναμη της
εργασίας του να πουλήσει. Ανάμεσα στις δύο αυτές τάξεις
οι Μαρξ και Ένγκελς εντοπίζουν μια διαδικασία εκμετάλ-
λευσης: ο προλετάριος χρησιμοποιείται από τον καπιταλι-
στή ως εμπόρευμα που έχει την εκπληκτική ιδιότητα να πα-
ράγει υπεραξία. Η μαρξιστική θεωρία της εκμετάλλευσης
είναι μια θεωρία συγκρούσεων ανάμεσα σε μισθωτούς και
κεφαλαιοκράτες για την οικειοποίηση της υπεραξίας. Αν η
μαρξιστική προσέγγιση επικεντρώνεται στο συγκρουσιακό
διπολισμό των δύο τάξεων, ο ίδιος ο Μαρξ, σε ορισμένα κεί-
μενά του, παραδέχεται ότι υπάρχουν περισσότερες από δύο
τάξεις. Πράγματι όταν υιοθετεί μια οπτική περισσότερο πε-
ριγραφική και στατική, οι τάξεις παρουσιάζονται πιο πολ-
λές και δεν διαφεύγουν της προσοχής του η αγροτική τάξη, η
μικροαστική, η φεουδαρχική αριστοκρατία, το υποπρολετα-
ριάτο κ.λπ. Σε γενικές γραμμές, ανάλογα με το αν επικε-
ντρώνεται κανείς στην υποκειμενικότητα ή την αντικειμενι-
κότητα των κοινωνικών τάξεων, η προσέγγιση εμφανίζεται
διαφορετική. Άλλωστε πώς μπορεί να μιλήσει κανείς για
κοινωνική τάξη χωρίς να υπάρχει η ελάχιστη ταξική συνεί-
δηση; Πρόκειται για το περίφημο πρόβλημα της ταξικής συ-
νείδησης. Σε αυτό το πεδίο, όπως και σε άλλα, είναι δύσκο-
λο να προσπεράσουμε την εικόνα που οι ίδιοι οι δρώντες
έχουν για τους εαυτούς τους, ώστε να μελετήσουμε τον τρό-
πο που οι μεν αναφέρονται στους δε. Εξάλλου το ταξικό ον,
το να ανήκει κανείς σε μια δεδομένη τάξη, προσδιορίζει
άραγε με τρόπο απόλυτο και μονόπλευρο τις αναπαραστά-
σεις; Σαφώς όχι. Όπως ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ υπογράμμιζε για
το συγγραφέα Πωλ Βαλερύ, ακόμη και αν δεχθούμε ότι η
κοινωνία καθορίζει σημαντικά το λογοτεχνικό έργο, αυτό
δεν περιορίζεται σε έναν τέτοιο προσδιορισμό: «Ο Πωλ Βα-
λερύ είναι μικροαστός συγγραφέας, αλλά κάθε μικροαστός
συγγραφέας δεν είναι ο Πωλ Βαλερύ».
Ο τρόπος με τον οποίο οι Μαρξ και Ένγκελς θέτουν το
πρόβλημα των κοινωνικών τάξεων διασταυρώνεται με εκεί-
νο της κυριαρχίας. «Οι σκέψεις της κυρίαρχης τάξης, σε κά-
θε εποχή, είναι ταυτόχρονα οι κυρίαρχες σκέψεις», γρά-
φουν στη Γερμανική Ιδεολογία. Με άλλα λόγια, η τάξη που
κυριαρχεί υλικά σε μια συγκεκριμένη κοινωνία είναι επίσης
η κυρίαρχη δύναμη σε ιδεολογικό επίπεδο. Η κυρίαρχη τά-
ξη πιστεύει σοβαρά ότι αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα
ολόκληρης της κοινωνίας και ότι οι ιδέες της, νομικές, φιλο-
σοφικές, ηθικές, κλπ., είναι η έκφραση μιας αιώνιας, απόλυ-
της αλήθειας.
Η σημασία που έδωσε ο Ένγκελς στη διάκριση της κοι-
νωνίας σε τάξεις τον οδήγησε να δείξει μεγάλη προσοχή
στις κοινωνικές διαφοροποιήσεις των θρησκειών, ιδιαίτερα
του χριστιανισμού. Τούτο φαίνεται κυρίως στην έρευνα του
για τον Πόλεμο των χωρικών (1850) όπου, αναλύοντας αυτή
την κοινωνικοθρησκευτική σύγκρουση του 16ου αιώνα, δια-
κρίνει ένα στρατόπεδο «καθολικό ή αντιδραστικό», ένα
στρατόπεδο λουθηρανικό «αστικομεταρρυθμιστικό» και
ένα στρατόπεδο «επαναστατικό», το οποίο εκπροσωπεί ο
Τόμας Μύντσερ. Καταδεικνύει τόσο τις αλληλεπιδράσεις
μεταξύ θρησκευτικών αντιθέσεων και ταξικών ανταγωνι-
σμών όσο και τη διάσταση διαμαρτυρίας των θρησκευτικών
πεποιθήσεων του Μύντσερ, ο οποίος επιθυμούσε να κάνει
επαναστατικές τόσο τη θρησκεία όσο και την κοινωνία.
Ωστόσο ο Ένγκελς δεν μπορεί να αποφύγει στην ανάλυσή
του ένα ερμηνευτικό σχήμα σύμφωνα με το οποίο οι θρη-
σκευτικοί αγώνες δεν είναι τίποτε περισσότερο από μεταμ-
φιεσμένοι ταξικοί αγώνες: «Ακόμη και ό,τι αποκαλούμε
θρησκευτικούς πολέμους του 16ου αιώνα δεν ήταν παρά για
έντονα ταξικά συμφέροντα, όπως ακριβώς και οι εσωτερι-
κές συγκρούσεις που συνέβησαν αργότερα στην Αγγλία και
τη Γαλλία. Αν, την εποχή εκείνη, οι ταξικοί αγώνες είχαν
θρησκευτικό χαρακτήρα, αν τα συμφέροντα, οι ανάγκες, οι
διεκδικήσεις των διαφόρων τάξεων κρυβόταν κάτω από το
προσωπείο της θρησκείας, αυτό δεν αλλάζει σε τίποτε την
κατάσταση και εξηγείται εύκολα από τις συνθήκες της επο-
χής» (SR, 99). Είναι σίγουρο ότι στον κόσμο του 16ου αιώνα
οι επικαλύψεις του πολιτικού με το θρησκευτικό στοιχείο
ήταν τόσο έντονες ώστε οι κοινωνικές και πολιτικές επανα-
στάσεις έτειναν ουσιαστικά να εκφράζονται με τη μορφή
«θεολογικών αιρέσεων». Όμως πώς μπορούμε να ανάγου-
με τους θρησκευτικούς αυτούς αγώνες του 16ου αιώνα σε
ταξικά συμφέροντα; Στο σημείο αυτό φαίνεται πόσο βαραί-
νει, στην ανάλυση του θρησκευτικού στοιχείου, η αντίληψη
που αρνείται σΓ αυτό το τελευταίο κάθε αυτονομία. Από κοι-
νωνιολογική άποψη, οφείλουμε ευγνωμοσύνη στον Ένγκελς
γιατί υπογράμμισε το γεγονός ότι οι κοινωνικοί ανταγωνι-
σμοί διέπουν τον κόσμο των θρησκειών και ότι οι ίδιες οι εκ-
φάνσεις της θρησκείας διαφοροποιούνται ανάλογα με τον
κοινωνικό χώρο. Μπορούμε να πούμε ότι ο Ένγκελς προη-
γήθηκε των πρώτων εργασιών της θρησκευτικής κοινωνιο-
λογίας, δείχνοντας ότι οι θρησκείες δεν ξεφεύγουν από τους
κοινωνικούς προσδιορισμούς. Άλλωστε η οικουμενική και
ομοιογενοποιητική αναφορά της θρησκείας -όπως το ότι «εί-
μαστε όλοι αδέλφια» παρά τις διαφορές μας- δεν πρέπει να
αποκρύπτει τις βαθιές διαφορές που εκφράζονται ανάλογα
με το κοινωνικό περιβάλλον. Έτσι οι πρώτες εργασίες της
κοινωνιολογίας του καθολικισμού επέμεναν όχι μόνο στο
ιστορικό βάρος μιας θρησκευτικής γεωγραφίας που αναδεί-
κνυε τη σημασία των τοπικών και περιφερειακών πολιτι-
σμών αλλά επίσης και στις διαφορετικές προσεγγίσεις του
χριστιανισμού ανάλογα με τα κοινωνικά περιβάλλοντα: έτσι
ο Emile Pin στη μελέτη του Pratique religieuse et classes
sociales (Θρησκευτική συμπεριφορά και κοινωνικές τάξεις),
που δημοσιεύτηκε το 1956,23 έκανε τη διάκριση μεταξύ αστι-
κού χριστιανισμού, λαϊκού χριστιανισμού και χριστιανι-
σμού των μεσαίων τάξεων. Η αναφορά σε έναν γενικό θρη-
σκευτικό συμβολισμό δεν καταργεί τις κοινωνικές ρίζες των
πιστών, αν και η θρησκεία, όπως κάθε ιδανικό, μπορεί να
τον αμβλύνει. Σε κάθε περίπτωση, είναι ζήτημα της κοινω-
νιολογίας της θρησκείας να δείξει σε ποιο σημείο διαφορο-
ποιούνται ουσιαστικά οι διάφοροι θρησκευτικοί κόσμοι,
ανάλογα με την κοινωνική καταγωγή των ατόμων. Ο Μαξ
Βέμπερ, παρότι αποφεύγει να εμπλακεί στην προβληματική
της πάλης των τάξεων, δίνει εξαιρετική σημασία στη διαφο-
ροποίηση των προσδοκιών και των θρησκευτικών αναπα-
ραστάσεων ανάλογα με τα κοινωνικά περιβάλλοντα (βλ.
επόμενο κεφάλαιο).
Σε ένα βαθμό ο Ένγκελς γοητεύθηκε από τους συσχετι-
σμούς που μπορούσαν να γίνουν μεταξύ πρώιμου χριστιανι-
σμού και εργατικού κινήματος. Στο έργο του Contribution à
l'histoire du christianisme primitif (Συνεισφορά στην ιστορία
του πρώιμου χριστιανισμού), που δημοσιεύτηκε το 1894-95,
γράφει τα εξής: όπως το σύγχρονο εργατικό κίνημα «ο χρι-
στιανισμός ξεκίνησε σαν κίνημα των καταπιεσμένωνν στην
αρχή εμφανίστηκε ως θρησκεία των σκλάβων και των απε-
λεύθερων, των φτωχών και των ανθρώπων που δεν είχαν δι-
καιώματα, των λαών που ήταν υποτελείς ή αποκομμένοι από
τη Ρώμη. Και οι δύο, τόσο ο χριστιανισμός όσο και το σοσια-
λιστικό εργατικό κίνημα, διακηρύττουν την επερχόμενη
απαλλαγή από τα δεσμά της δουλείας και της αθλιότηταςν ο
χριστιανισμός εναποθέτει αυτή την απελευθέρωση στο επέ-
κεινα, στη μετά θάνατον ζωή, στον ουρανόν ο σοσιαλισμός
την τοποθετεί στον παρόντα κόσμο, στο μετασχηματισμό της
κοινωνίας. Και οι δύο καταδιώχθηκαν και χτυπήθηκαν (...)
Και παρΓ όλες τις διώξεις, οι οποίες μάλιστα τους ευνόησαν,
και οι δύο ανοίγουν νικηφόρα, μαχητικά το δρόμο τους»
(SR, 310). Ο χριστιανισμός και ο σοσιαλισμός είναι μαζικά
κινήματα τα οποία, στο ξεκίνημά τους, διαχωρίστηκαν σε
«αναρίθμητες αιρέσεις». Μάλιστα ο Ένγκελς παραθέτει τα
λόγια του Ernest Renan αντιστρέφοντας τη σύγκριση: «Αν
θέλετε να πάρετε μια ιδέα για τις πρώτες χριστιανικές κοινό-
τητες, κοιτάξτε ένα τοπικό τμήμα της Διεθνούς Ένωσης
Εργατών.»
Ο Ένγκελς προωθεί μια υλιστική εξήγηση για την εξά-
πλωση του χριστιανισμού ως οικουμενικής θρησκείας: διεκ-
δικώντας την ιδέα μιας μοναδικής θυσίας που εξιλεώνει μια
για πάντα τα αμαρτήματα όλων των ανθρώπων κάθε επο-
χής, «απαλλάχθηκε από τελετουργίες που έθεταν εμπόδια ή
απαγόρευαν τη συναλλαγή μεταξύ ανθρώπων διαφορετικής
πίστης» (SR, 321-322). Παρά ταύτα, το 1895, ο Ένγκελς θα
χρησιμοποιήσει το παράδειγμα του χριστιανισμού όταν,
αντιμέτωπος με τις αποτυχίες και τις δυσκολίες του εργατι-
κού κινήματος, θα αναζητήσει ένα στήριγμα που να βεβαιώ-
νει την αναπότρεπτη νίκη αυτού του κινήματος. Αναφέρεται
στους χριστιανούς των πρώτων αιώνων ως ένα «επικίνδυνο
ανατρεπτικό κόμμα» που «υπονόμευε τη θρησκεία και τα
θεμέλια του κράτους» και το οποίο, ούτε λίγο ούτε πολύ, κα-
τέληξε μερικά χρόνια αργότερα κρατική θρησκεία (βλ.
Οeuvres, τόμ. IV, 1139). Η φιλοσοφική και πολιτική κριτική
που ο Ένγκελς άσκησε στο χριστιανισμό δεν τον εμπόδισε
να γοητευθεί από το ιστορικό και κοινωνικό πεπρωμένο της
θρησκείας αυτής.
Συμβολή και όρια της μαρξιστικής ανάλυσης
για την κοινωνιολογία της θρησκείας
Από τη μαρξιστική ανάλυση θα συγκρατήσουμε μια μεθοδο-
λογική, μια θεματική και μια πολιτική αναφορά: α) Μια με-
θοδολογική αναφορά η οποία σταθερά φροντίζει να ανα-
δεικνύει την αλληλεπίδραση των διαφόρων τομέων της κοι-
νωνίας, δηλαδή την ανάγκη της σφαιρικότητας. Επιδιώκει
δηλαδή να εντάξει κάθε κοινωνικό γεγονός, ιδιαίτερα ό,τι
αφορά τον κόσμο των αναπαραστάσεων και των ιδεών, σε
ένα σύνολο που εμπεριέχει όλες τις διαστάσεις του κοινωνι-
κού (την οικονομική, την πολιτική, τις κοινωνικές ρήξεις και
τις αντιθέσεις που γεννούν). β) Μια θεματική αναφορά, η
οποία επικεντρώνεται στα κοινωνικά περιβάλλοντα (στις
κοινωνικές τάξεις, κατά τη μαρξιστική ορολογία) και τις συ-
γκρούσεις που τα διέπουν. Μια αναφορά που μας υπενθυμί-
ζει ότι, εάν η «πραγματικότητα του κοινωνικού κόσμου εί-
ναι πρόκληση σε αγώνες» (Pierre Bourdieu), μπορούμε επί-
σης να πούμε ότι η αλήθεια κάθε θρησκείας είναι πρόκληση
για αγώνεςν αφού είναι αλήθεια ότι κάθε θρησκευτική έκ-
φραση, ως ζωντανή παράδοση την οποία φέρουν άνδρες και
γυναίκες με κοινωνικές ρίζες, συνεχώς επανακαθορίζεται
με τρόπο συγκρουσιακό, σε κοινωνικοπολιτιστικά πλαίσια
που αλλάζουν. γ) Μια πολιτική αναφορά που επικεντρώνε-
ται στα συστήματα κυριαρχίας και στις νομιμοποιήσεις της
εξουσίας, μια αναφορά που παραδόξως μας αποκαλύπτει
τη σημασία των συμβολικών παρεμβάσεων στην κοινωνική
δράση, είτε αυτές νομιμοποιούν την κυριαρχία είτε θρέ-
φουν τη διαμαρτυρία που την αμφισβητεί.
Οι Μαρξ και Ένγκελς δεν έδωσαν αρκετή σημασία στις
διαστάσεις διαμαρτυρίας που έχει η θρησκεία, αν και τις
επισήμαναν στις ιστορικές τους αναλύσεις. Παρασυρόμενοι
από τις φιλοσοφικές τους πεποιθήσεις, προέβλεψαν λανθα-
σμένα το τέλος της θρησκείας. Όπως επισημαίνει η μαρξί-
στρια φιλόσοφος Michèle Bertrand, «οι Μαρξ και Ένγκελς
έκαναν λάθος όσον αφορά στη μετέπειτα εξέλιξη του χρι-
στιανισμού. Παραγνώρισαν -και πρέπει να αναγνωρίσουμε
ότι ο χριστιανισμός του 19ου αιώνα έδινε τη δυνατότητα
ενός τέτοιου λάθους- την ικανότητά του να εκφράσει τους
πόθους των καταπιεσμένων και των φτωχών»24. Η ίδια γρά-
φει ακόμη ότι «οι Μαρξ και Ένγκελς υποτίμησαν την ικανό-
τητά του να επανερμηνεύει έναν κόσμο που άλλαζε», ενώ
ομολογεί ότι «το τέλος του θρησκευτικού συναισθήματος,
της σχέσης της θρησκείας με τον κόσμο, είναι πολύ περισσό-
τερο προβληματικό» κι ότι «στο μέτρο που τα θεμέλια του
θρησκευτικού συναισθήματος δεν βρίσκονται αποκλειστι-
κά στην κοινωνική τους προέλευση η υπόθεση της μονιμότη-
τας της θρησκείας (ως μορφή συνείδησης) δεν πρέπει να
αποκλείεται»25.
Η μαρξιστική ουτοπία διαφέρει από τις άλλες ουτοπίες
του 19ου αιώνα όχι μόνο ως προς το εύρος και την έκτασή
της αλλά και ως προς τη φιλοδοξία και την επιστημονική της
έκφραση. Υποστήριξε ότι οι αντιφάσεις του καπιταλισμού
υποχρεωτικά θα επιδεινώνονταν σε τέτοιο σημείο ώστε η
επανάσταση θα ήταν αναπόφευκτη, και μαζί με αυτήν η νίκη
του κομμουνισμού και η εγκαθίδρυση της αταξικής κοινω-
νίας. Για το εργατικό κίνημα, μια τέτοια ουτοπία που έλεγε
ότι ο αγώνας του συμβαδίζει με την πορεία της ιστορίας και
ότι η νίκη του είναι εγγεγραμμένη στην ίδια τη λογική του
συστήματος δεν μπορούσε παρά να αντιπροσωπεύει θαυμά-
σιο στήριγμα. Η ίδια η επίδραση του μαρξισμού ως ιδεολο-
γίας εξηγείται από αυτό τον διττό χαρακτήρα, επιστημονικό
και ουτοπικό. Είναι δε μια ακόμη ειρωνεία της ιστορίας να
διαπιστώνει κανείς ότι, εξαιτίας ακριβώς της προφητικής
και μεσσιανικής της όψης, η ιδεολογία που κατήγγειλε τη
θρησκεία ως «όπιο του λαού» επέδρασε τόσο στην ανθρώ-
πινη ιστορία, προς το καλύτερο και προς το χειρότερο.
Βιβλιογραφία
Έργα των Μαρξ και Ένγκελς
Karl Marx / Friedrich Engels, Sur la religion, επιλεγμένα κείμενα -
μετάφραση - σχόλια G. Badia / P. Bange / E. Bottigelli, Paris,
Éditions Sociales, 1968.
54
- DANIÈLE HERVIEU-LÉGER, JEAN-PAUL WILLAIME
25. Ό.π., σ. 184.
Karl Marx, À propos de la question juive (Zur judenfrage), δίγλωσση
έκδοση με εισαγωγή του François Châtelet, μετάφραση Mari-
anna Simon, Paris, Aubier Montaigne, 1971.
Karl Marx, Οeuvres, Bibliothèque de «La Pléiade»: τόμ. I: Écono-
mie l, 1963; τόμ. III: Philosophie; τόμ. IV: Politique l, 1994, Paris,
Gallimard.
Έργα για τον Μαρξ και τον Ένγκελς
Ernst Bloch, Thomas Münzer, Théologien de la révolution (1921)
Paris, «10/18», 1964.
Michèle Bertrand, Le statut de la religion chez Marx et Engels, Paris,
Éditions Sociales, 1979.
- jean-Υves Calvez, La pensée de Karl Marx (7η έκδοση, αναθεωρη-
μένη) Paris, Seuil, 1956.
Henri Desroche, Marxisme et religions, Paris, PUF, 1962.
Henri Desroche, Socialismes et sociologie religieuse, Paris, Éd.
Cujas, 1965.
Nguyen Ngoc Vu, Idéologie et religion d'après Karl Marx et F. Engels,
Paris, Aubier Montaigne, 1975.
Charles Wackenheim, La faillite de la religion d'après Karl Marx,
Paris, PUF, 1963.
Μεταφρασμένα έργα των Μαρξ και Ένγκελς στα ελληνικά
Karl Marx / Friedrich Engels, Συμβολή στην κριτική της φιλοσο-
φίας του Χέγκελ, επιμ. Κ. Μετρινού, μετάφραση Γιάννη Ν. Βι-
στάκη, Αναγνωστίδη, Αθήνα χ.χ.
Karl Marx / Friedrich Engels, Η Αγία οικογένεια ή Κριτική της κρι-
τικής, μετάφραση Σ. Καμπουρίδη, Αναγνωστίδης, Αθήνα 1978.
Karl Marx / Friedrich Engels, Το μανιφέστο του κομμουνιστικού
κόμματος, μετάφραση Γιώργου Κόττη, Θεμέλιο, Αθήνα 1999.
Karl Marx, Το Κεφάλαιο: κριτική της πολιτικής οικονομίας, μετά-
φραση Γιάννη Σκουριώτη, Αναξίμανδρος, Αθήνα, τόμ. 1 & 3,
1954, τόμ. 2, 1957.
Karl Marx, Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα, εισαγωγή
55
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Λούτσιο Κολλέτι, μετάφραση Μπάμπη Γραμμένου, Γλάρος,
Αθήνα 1975.
Karl Marx, Κριτική στην εγελιανή φιλοσοφία του Κράτους και του
Δικαίου, μετάφραση Μπάμπη Λυκούδη, Παπαζήσης, Αθήνα
1978.
Karl Marx, Το εβραϊκό ζήτημα, μετάφραση εισαγωγής Μυρσίνης
Ζορμπά, μετάφραση Γιάννη Κρητικού, Οδυσσέας, Αθήνα
1978.
Karl Marx, Η αθλιότητα της φιλοσοφίας, μετάφραση Γεωργίας Δε-
ληγιάννη-Αναστασιάδη, Αναγνωστίδης, Αθήνα χ.χ.
- arl Marx, Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο, εισαγωγή - σημειώ-
σεις - μετάφραση Βιντσέντσο Βιτέλλο, Θεμέλιο, Αθήνα 1982.
Karl Marx, Προκαπιταλιστικοί οικονομικοί σχηματισμοί, εισαγω-
γή E. J. Hobsbawn, μετάφραση Θ. Καλοπίση, Κάλβος, Αθήνα
1983.
Karl Marx, Μισθός, τιμή, κέρδος, εισαγωγή - σημειώσεις Βιντσέτσο
Βιτέλλο, μετάφραση Αντόνιο Σολάρο, Θεμέλιο, Αθήνα 1984.
Karl Marx, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Θεμέ-
λιο, Αθήνα 1986.
Karl Marx, Για το κράτος, επιμέλεια Γιάννη Μηλιού, μετάφραση
Τάσου Κυπριανίδη, Εξάντας, Αθήνα 1989.
Karl Marx, Γερμανική ιδεολογία, τόμ. Α´ & Β´, μετάφραση Κώ-
στας Φιλίνης, Gutenberg, Αθήνα 1997.
Karl Marx, Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονο
- μίας, 3 τόμ., πρόλογος - μετάφραση - σημειώσεις Διονύση Δι-
βάρη, Στοχαστής, Αθήνα 1989-1992.
- karl Marx, Για τη Γαλλική Επανάσταση, επιμέλεια - επιλογή κειμένων Γιάννη Μηλιού, μετάφραση Χριστίνας Γιαννούλη / Δημήτρη Δημούλη, Εξάντας, Αθήνα 1990.
- Karl Marx, Εμπόρευμα και χρήμα, μετάφραση - εισαγωγή - σχόλια Γιώργου Σταμάτη, Κριτική 1991.
Karl Marx, Τρία κείμενα για τη θεωρία της αξίας, μετάφραση Κώστα Σιδηρόπουλου / Γιώργου Σταμάτη, Κριτική 1998.
Karl Marx, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, εισαγωγή Φρ.
Ένγκελς, μετάφραση Επιτροπή Ελλήνων του εξωτερικού, επιλογή - σχόλια Λουκά Αξελού, Στοχαστής, Αθήνα 2001.